- ρεμβασμός
- ο1) фантазирование; мечты, грёзы; 2) любование природой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεμβασμός — ῥεμβασμός, ο ΝΜΑ νεοελλ. 1. ευάρεστη περιπλάνηση τής φαντασίας και τής σκέψης, ονειροπόληση 2. ρομαντική διάθεση μσν. αρχ. ανήσυχη και ταραγμένη διάθεση τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι μέσω ενός αμάρτυρου, στην αρχαία, ενεστ. *ῥεμβάζομαι] … Dictionary of Greek
ρεμβασμός — ρεμβασμός, ο και ρέμβη, η ονειροπόληση: Συχνά παραδινόταν σε ρεμβασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥεμβασμός — roaming about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμοῖς — ῥεμβασμός roaming about masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμοῦ — ῥεμβασμός roaming about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμούς — ῥεμβασμός roaming about masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμῶν — ῥεμβασμός roaming about masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμῷ — ῥεμβασμός roaming about masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβασμόν — ῥεμβασμός roaming about masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
величаниѥ — ВЕЛИЧАНИ|Ѥ (101), ˫А с. 1.Высокомерие: Бѣжи величѩнь˫а о чл҃вче аште и великъ ѥси. (τὴν ὑπερηφανίαν) Изб 1076, 73; ъ скърбьхъ тьрпѣти. къ ||=всѣмъ съмѣреноу быти. величѩни˫а бѣгати говѣиноу быти. (τὴν ὑπερηφανίαν) Там же, 102 об. 103; ˫ако вѣрою… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται … Dictionary of Greek